ζάφτω

ζάφτω
1. χτυπώ δυνατά, πλήττω («τού 'ζαψε μια στα μούτρα»)
2. φρ. (για κρασί) «τό ζάφτει» — τό πίνει, τό ρουφά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < *διάφτω < αρχ. ιάπτω «χτυπώ»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”